- πρόφορος
- -ον, Α [προφέρω]1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από κάποιον2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόφοροςτο υγρό ανάμεσα στο έμβρυο και στους υμένες που τό περιβάλλουν, τα «νερά» τής επιτόκου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόφορος — put forward masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιοπρόφορος — ὁμοιοπρόφορος, ον (Α) αυτός που προφέρεται με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πρόφορος (< προφέρω), πρβλ. ευ πρόφορος] … Dictionary of Greek
προφορούμαι — έομαι, Α [πρόφορος] 1. (στην ύφανση με αργαλειό) διάζομαι, δένω τις κλωστές τού στημονιού στις διάστρες («προφορεῑσθαι τὸ ταῑς διαζομέναις τὸν στήμονα παραδιδόναι», Ησύχ.) 2. (για την αράχνη) υφαίνω τον ιστό μου 3. (για σκύλο) τρέχω εδώ κι εκεί … Dictionary of Greek
ԱՌՊԱՏՇԱՃԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0312 Chronological Sequence: Unknown date մ.ա. Ի դէպ. Դիպող. պատշաճաւոր. πρόφορος appositius *Որպէս յումեմնէ ʼի հասարակաց բժշկարանէ զառպատշաճաբարն գտցէ ըզհիվանդացելոյն զդեղ. Բրս. առ աստուածաբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
προφόρωι — προφόρῳ , πρόφορος put forward masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)